κοτσανάτος

κοτσανάτος
-η, -ο [κοτσάνι]
κοτσονάτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοτσονάτος — η, ο (για ηλικιωμένο) αυτός που διατηρεί ακόμη τις δυνάμεις του, δυνατός, ακμαίος και, κυρίως, αυτός που διατηρεί το σώμα του ευσταλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοτσανάτος] …   Dictionary of Greek

  • κοτσονάτος — κοτσονάτος, η, ο και κοτσανάτος, η, ο αυτός που έχει δυνατά κότσια, γερός, ο γέρος που διατηρεί τις δυνάμεις του: Είναι κοτσονάτος γέρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”